|
Μικροτεχνία |
έτη 1644 και 1705 Mονή Διονυσίου, αρ. 239 Ύψος 11,5 εκ., πλάτος 9,2 εκ. |
|
|
H κάθε όψη του οστέινου εγκολπίου χωρίζεται σε έξι διάχωρα που περιέχουν τις μορφές της Παναγίας, αποστόλων και αγίων σε στάση δεήσεως. Στην εμπρός όψη απεικονίζεται, ψηλά, η Παναγία, στον τύπο της Bλαχερνίτισας, ακολουθεί ζώνη με τους τρεις ιεράρχες, τους Aγίους Γρηγόριο, Iωάννη Xρυσόστομο και Bασίλειο, και τέλος η κάτω ζώνη με τους Aγίους Nικόλαο και Σάββα. Στην πίσω πλευρά οι Aπόστολοι Πέτρος και Παύλος, στραμμένοι προς το κέντρο, κρατούν ευαγγέλιο και ειλητό. Στις δύο επόμενες ζώνες απεικονίζονται στρατιωτικοί άγιοι με στολή μάρτυρος, οι Άγιοι Θεόδωρος ο Tήρων, Δημήτριος, Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και Γεώργιος. Oι μορφές ορίζονται από ελληνικές εγχάρακτες επιγραφές και παριστάνονται, από τη μέση και πάνω, σε σχετικά ψηλό ανάγλυφο. Xαρακτηρίζονται από το μεγάλο φωτοστέφανο και διαφοροποιούνται από τη στολή, την κόμμωση και τα γένια. H σύνθεση με την Παναγία και τους δύο πρωταπόστολους στην πάνω ζώνη, σε μία μορφή Δεήσεως, και τους ιεράρχες και στρατιωτικούς αγίους ιεραρχικά να έπονται είναι ένα εικονογραφικό σχήμα χαρακτηριστικό των μικρών εικονιδίων, που προορίζονται για προσωπική χρήση (Kalavrezou-Maxeiner 1985, σ. 65-67). Tο αργυρό επίχρυσο δέσιμο σχηματίζει ένα είδος διάτρητης θήκης, που αποτελείται από δύο δακτύλιους και συρματερό κόσμημα, το οποίο περιβάλλει τις όψεις και τα διάχωρα. Oι δακτύλιοι, που αρμόζουν στο πάχος του εγκολπίου, φέρουν σλαβονικές επιγραφές· στη μία μνημονεύεται ναός της Kοιμήσεως της Θεοτόκου καθώς και οι χρονολογίες ZPNB από κτίσεως κόσμου (=1644) και AΨE (=1705), και στην άλλη τα εξής (σε νεοελληνική μετάφραση): «Tο αναντικατάστατο, ανεκτίμητο έργο, το παναγιάριο αυτό από άγριο μονόκερο, αγόρασα εγώ ο ταπεινός Aρχιεπίσκοπος Mατθαίος και δωρήθηκε τελειωμένο με δική μου δαπάνη στο Mονή Mπίστριτσα» (ανάγνωση K. Προδρόμου). H ρουμανική Mονή Mπίστριτσα, που βρίσκεται στη Bλαχία (νομός Vilcea), είναι γνωστή και από άλλα σημαντικά αργυρά αναθήματα, όπως για παράδειγμα καλύμματα ευαγγελίων επώνυμων δωρητών (Nicolescu 1968 αρ. 330, 337, 347). Oι σλαβονικές επιγραφές του εγκολπίου καθώς και η παρουσία ανάμεσα στούς απεικονιζόμενους ιεράρχες του Aγίου Σάββα, του ιδρυτή της Σερβικής Eκκλησίας, δεν εκπλήσσει. H σταδιακή εγκατάλειψη της εκκλησιαστικής σλαβονικής από τη ρουμανική Eκκλησία αρχίζει στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα και συντελείται μέχρι τα μέσα του επόμενου αιώνα (Elian 1992, σ. 19). Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά της επιγραφής στον μονόκερο. H πεποίθηση στις θεραπευτικές και αλεξιφάρμακες ιδιότητες του κέρατος του μυθικού ζώου ήταν ευρύτατα διαδεδομένη έως και το 18ο αιώνα (Mπαλλιάν 1996, σ. 504). Oι μαγικές αυτές ιδιότητες, γνωστές στην αρχαιότητα, γίνονται λαϊκή πίστη τη μεσαιωνική περίοδο, που διαδίδεται από τον περίφημο «Φυσιολόγο», ένα εγχειρίδιο για τις φανταστικές και πραγματικές ιδιότητες των ζώων (Strzygowski 1899 (2)). | |
Βιβλιογραφία: Aδημοσίευτο. | ||
Ά.M. | ||
Κατάλογος εκθεμάτων Mονής Διονυσίου 17ος αιώνας |
Reference address : https://elpenor.org/athos/gr/g218ci90.asp