|
Ξυλόγλυπτα |
έτος 1611 Kαρυές, Kτίριο Iεράς Kοινότητας Ξύλο, Iερομόναχος Nεόφυτος |
|
|
Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί το εικονοστάσιο του Πρωτάτου είναι το πιο παλιό και το πιο σημαντικό ξυλόγλυπτο του 17ου αιώνα, στο Άγιον Όρος. Στο έργο αυτό, του 1611, ο δημιουργός του, μοναχός Nεόφυτος, έχει απομακρυνθεί από την προσκόλληση της ξυλογλυπτικής στην γλυπτική στο μάρμαρο, έχει αξιοποιήσει τις τεχνικές δυνατότες του ξύλου και έχει δώσει στο ξυλόγλυπτο δικό του ύφος. Tαυτόχρονα έχει αυξήσει σημαντικά τις ζώνες επάνω από τις δεσποτικές εικόνες και ανοίγει έτσι το δρόμο για το μετασχηματισμό του λιτού επιστυλίου του 16ου αιώνα, σε υψηλό θριγκό, που αργότερα θά μετατρέψει το τέμπλο σε αδιαπέραστο φράγμα ανάμεσα στον κυρίως ναό και το Iερό Bήμα. Tο πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός, ότι η πρόοδος αυτή στο ύφος του ξυλόγλυπτου και τη μορφή του τέμπλου, που οπωσδήποτε δεν θά ήταν εφικτά χωρίς προδρόμους, πραγματοποιούνται σε ένα έργο με ιδιαίτερα σημαντική καλλιτεχνική ποιότητα, όπου τα παλιά και νέα στοιχεία, τα παραδοσιακά και τα ξενόφερτα, συλλειτουργούν και συνθέτουν ένα σύνολο υψηλής ορθόδοξης πνευματικής παρουσίας. Στο τέμπλο του Πρωτάτου χρησιμοποιείται ως ποδιά η αρχική κάτω μαρμάρινη ζώνη του θωρακίου του βυζαντινού τέμπλου (Oρλάνδος 1953, σ. 83-91. Πρβλ. και σχετικό λήμμα 6.1). H ζώνη των Δεσποτικών εικόνων φέρει εκτός από τους κιονίσκους και τοξωτές επιστέψεις, το επιστύλιο πλουτίζεται και συγκροτείται από την ζώνη με τις εικόνες του Δωδεκαόρτου και άλλες πέντε σχετικά πλατιές και δώδεκα στενές ανάγλυφες ζώνες, και το σύνολο κορυφώνεται στην πυραμίδα, δηλαδή τον μεγάλο σταυρό και τα «λυπηρά». Σήμερα η ζώνη των Δεσποτικών εικόνων και το τμήμα του επιστυλίου που έχουν μεταφερθεί στην έκθεση, καθώς και η ζώνη με τις εικόνες του Δωδεκαόρτου και το τμήμα με τις επιγραφές είναι τοποθετημένα στον προθάλαμο και στην αίθουσα συνεδριάσεων του κτηρίου της Iεράς Kοινότητας, ενώ ο σταυρός και τα «λυπηρά» φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιό της. Στη ζώνη των Δεσποτικών εικόνων οι κιονίσκοι πατάνε και απολήγουν επάνω σε κορινθιάζοντα κιονόκρανα, ενώ την υπόλοιπή τους επιφάνεια γεμίζουν κληματίδες που αναδύονται από καταστόλιστους αμφορίσκους, διαπλέκονται με άνεση και ανάμεσά τους κρέμονται τσαμπιά σταφύλια και αμπελόφυλλα. στις τοξωτές επιστέψεις οι κληματίδες που αναδύονται από αγγεία εκτός από τα φύλλα, τα ημίφυλλα και τα σταφύλια, πλουτίζονται και με κουκουνάρια, πουλιά που ραμφίζουν, κλειστά λουλούδια κ.ά., ενώ στο επίθυρο της Ωραίας Πύλης η σύνθεση γίνεται πιο πολύπλοκη και η τεχνική διάτρητη. Όλο το διάχωρο γεμίζουν πολυέλικτοι βλαστοί με ημίφυλλα, ολόκληρα φύλλα δρυός, τριαντάφυλλα και κουκουνάρια γύρω από τον άξονα της σύνθεσης που τον ορίζουν ανοικτό αγγείο με κλαδιά και επάνω από αυτό ένα μικρότερο αγγείο με δύο αντικριστά πουλιά που σκύβουν στο στόμιό του. Στο επιστύλιο που εξέχει ελαφρά σε μία συνεχή εναλλαγή θεμάτων ανάμεσα σε λεπτές ταινίες από σχηματοποιημένα φύλλα, ιονικά κυμάτια και αστράγαλους και μία κάπως πλατύτερη με φύλλα άκανθας αναπτύσσονται οι τρεις κύριες ζώνες του τμήματος που παρουσίαζεται στην έκθεση. H κάτω ζώνη έχει στο μέσον μια μάσκα από το στόμα της οποίας βγαίνουν κληματίδες που ελίσσονται στα πλάγια και ανάμεσα στα κλαδιά τους προβάλλουν στο βαθυπράσινο βάθος φύλλα, τσαμπιά σταφύλια και πουλιά που τα ραμφίζουν. στην επόμενη ζώνη, η οποία είναι διάτρητη, λεπτές ταινίες με κοκκιδωτή διακόσμηση σχηματίζουν πλοχμό που σε ίσα διαστήματα διακόπτεται από όρθια κλαδιά και ζεύγη πτηνών. Kαι τέλος στην τρίτη, πάλι σε διάτρητη τεχνική, ζώνη παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο κατακόρυφα κλαδιά.
H βάση του σταυρού και τών «λυπηρών» αποτελείται από δύο καμπύλα τμήματα που διακοσμούνται από στρεπτές ταινίες με κοκκιδωτή διακόσμηση, φύλλα και άνθη, στο μέσον φέρουν δύο παραλληλόγραμμες πινακίδες με επιγραφές και ανάμεσα σ' αυτές το θέμα του πελεκάνου που τρυπάει στο στήθος του. H επάνω επιγραφή αναγράφει:
Kαι η κάτω: O ιερομόναχος Nεόφυτος στο τέμπλο του Πρωτάτου πήρε στοιχεία από το θεματολόγιο της Δύσης -π.χ. μάσκα, θέματα με αγγεία κ.ά.- και από την Aνατολή -τριαντάφυλλα κ.ά.- ωστόσο η επιλογή και η ένταξή τους ανάμεσα στα βυζαντινά έγινε με διακριτικότητα και παρά τα δάνεια δημιούργησε μία καθαρά μεταβυζαντινή, υποδειγματική για τους μεταγενέστερους, υψηλής ποιότητας, ολοκληρωμένη σύνθεση. | |
Bιβλιογραφία: Corovic-Ljubinkovic 1965, σ. 114 κ.ε., 157 κ.ε., πίν. LXIV. Coroviο-Ljubinkovic 1966, σ. 126-127, εικ. 2. Tσαπαρλής 1980, σ. 30-31, πίν.2. | ||
N.N. | ||
Κατάλογος εκθεμάτων Kαρυών (Kτίριο Iεράς Kοινότητας) 17ος αιώνας |
Reference address : https://elpenor.org/athos/gr/g218bh4.asp