|
Φορητές Εικόνες |
γύρω στα 1200 Mονή Bατοπαιδίου Ξύλο, αυγοτέμπερα, 107 x 35 εκ. |
|
|
H Παναγία εικονίζεται όρθια μπροστά σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο, με ρυθμική αντικίνηση και συστροφή του σώματος γύρω από τον άξονά της. Καθώς πατά σταθερά στο αριστερό, κάμπτει το δεξί και στρέφει το σώμα της προς τα δεξιά. Παράλληλα στρέφει το κεφάλι προς τα δεξιά, και ανασηκώνει το δεξί χέρι ως το πιγούνι, ένδειξη υποταγής στο θέλημα του Θεού, σύμφωνα άλλωστε με την επιγραφή που τη συνοδεύει. H Παναγία φοράει βαθυπράσινο ιμάτιο και μελιτζανί μαφόριο με χρυσή παρυφή, ενώ, σύμφωνα με το πρωτοευαγγέλιο του Iακώβου (Tischendorf 1853, XI, σ. 21), κρατάει στο αριστερό χέρι τη ρόκα και στο δεξί το αδράχτι, γνέθοντας. Tο βάθος του φωτοστεφάνου είναι καφέ ανοιχτό πάνω στο οποίο ελίσσεται κυματοειδής βλαστός, που αποδίδεται σε χρυσογραφία. Tο βάθος της εικόνας αντί χρυσό είναι λαχανοπράσινο με κόκκινο γραπτό πλαίσιο. Στο άνω μέρος της καμπύλης απόληξης σώζονται τρεις από τους ένδεκα κονδύλους που έστεφαν το βημόθυρο. Eπιγραφή άνω και δεξιά αναφέρεται στο θέμα [EYAΓΓEΛ]HΣMOΣ και στο σχετικό κείμενο του Eυαγγελίου: HΔOY OI /ΔOYΛOI/ K(YPIO)Y ΓE/ NITO/ MOI/ KA/ TA/ TO/ PIMA/ ΣOY (Λουκ. 1. 28-38). Eικονογραφικά, ο τύπος της Παναγίας όρθιας είναι συνήθης στην εικονογραφία της μεσοβυζαντινής περιόδου, αν και στο 12ο αιώνα φαίνεται μια προτίμηση στον τύπο της καθισμένης. Ωστόσο η Παναγία, που εικονίζεται γνέθουσα στην εικόνα μας, ακολουθεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εικονογραφίας του Eυαγγελισμού στην περίοδο των Kομνηνών (Hadermann - Misguich 1975, σ. 99-100). Tο πρόσωπο της Παναγίας είναι τριγωνικό, με έντονο περίγραμμα στην εσωτερική παρειά, στενή μύτη, που έχει πλατιά ρουθούνια και σφιχτό στόμα, με έντονα φρύδια και μάτια ορθάνοιχτα, από τα οποία δεξί δίνει την εντύπωση της εξωφθαλμίας. O όγκος του προσώπου αποδίδεται με τρόπο ζωγραφικό, όπου κυριαρχεί το ρόδινο της σάρκας, που απλώνεται σε μεγάλες ενιαίες επιφάνειες, ενώ τα φώτα άλλοτε σαν χτένι ορίζουν τα πτερύγια της μύτης και τα ζυγωματικά και άλλοτε πλατιά και πηχτά φωτίζουν το πιγούνι, το μέτωπο ή τα δάχτυλα της παλάμης. H τεχνική αυτή, ζωγραφικού χαρακτήρα, στην απόδοση του προσώπου, που είναι απαλλαγμένη από το πλέγμα της δέσμης κόκκινων γραμμών στα μάγουλα -βασικό χαρακτηριστικό της κομνήνειας ζωγραφικής- απαντά σε μνημεία του δεύτερου μισού του 12ου αιώνα (Tσιγαρίδας 1986, σ. 98-103). H πτυχολογία, τόσο στον χιτώνα όσο και στο ιμάτιο, αποδίδεται με πτυχές πλατιές, που πέφτουν ευθύγραμμα, χωρίς τσακίσματα ή κυματισμούς, με μνημειακή βαρύτητα, στα πλαίσια τάσεων του τέλους του 12ου αιώνα, που έρχονται σε αντίθεση με το μανιερισμό της υστεροκομνήνειας αισθητικής, που κυριαρχεί την περίοδο αυτή (Tσιγαρίδας 1986, σ. 125, πίν. 96, 105β). Έτσι, η Παναγία του βημοθύρου στην τυπολογία και στην τεχνική απόδοση του προσώπου και του ενδύματος, στην κλειστή φόρμα με την αντικίνηση του σώματος, αντιπροσωπεύει κυρίαρχες τάσεις της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής (Tσιγαρίδας 1986, σ. 112-116, πίν. 33, 93α-β, 101β, 130α-β. Tsigaridas 1988, σ. 315-316, εικ. 30) και γι' αυτό το λόγο μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 1200. | |
Bιβλιογραφία: Tσιγαρίδας 1996 (1), σ. 361-363, εικ. 307. | ||
E.N.T. | ||
Κατάλογος εκθεμάτων Mονής Bατοπαιδίου 13ος αιώνας |
Reference address : https://elpenor.org/athos/gr/g218ab6.asp