|
Γλωσσάριο |
|||
αγγαρεία | υποχρεωτική μη αμειβόμενη εργασία | ||
αδελφάτο | παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, τυρί, κρασί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ 100 υπέρπυρανομίσματα ή της χάριζε ένα κτήμα | ||
αέρες | πέπλα με τα οποία ο λειτουργός καλύπτει τα τίμια δώρα. Διακρίνονται σε μεγάλους και μικρούς αέρες, καλύμματα ποτηρίου και δίσκου και το μεγάλο αέρα που σκεπάζει τα δύο ιερά σκεύη | ||
Ακάθιστος Υμνος | το μόνο πλήρες κοντάκιο που μας σώθηκε αποτελείται από 24 Οίκους από το Α-Ω και ένα Προοίμιο στην αρχή, είναι σύνθεση ανώνυμου ποιητή και έχει τριπλό χαρακτήρα:διηγηματικό, θεολογικό και δοξαστικό. Μουσικός κώδικας στον οποίο βρίσκονται μελισμένοι από διαφόρους,κυρίως βυζαντινούς, μελωποιούς οι εικοσιτέσσερεις οίκοι του γνωστού αυτού κοντακίου. Συνηθέστερη είναι η περίπτωση ο κώδικας να περιλαμβάνει μόνο τη μελοποίηση όλου του Ακαθίστου Υμνου από τον Ιωάννη Κλαδά τον Λαμπαδάριο | ||
Ακολουθάριον | με τον όρο αυτό νοείται ο μουσικός κώδικας, με περιορισμένη διάδοση, ο οποίος απαρτίζεται από συμπίληση όλων των ψαλτέων, από όλα τα είδη της μελοποιίας, κατά τις ακολουθίες των κυριοτέρων εορτών του Μηνολογίου, του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου | ||
Ακολουθίαι | βλ.Παπαδική | ||
Αναστασιματάριον | βασικός μουσικός κώδικας, που περιέχει τα αναστάσιμα ιδιόμελα (βλ. την έννοια του όρου στο λήμμα Στιχηράριον) και άλλα τροπάρια για τις ακολουθίες του λειτουργικού καιμουσικού κύκλου οκτώ Κυριακών κατά το σύστημα της Οκτωήχου. Κεντρικό θέμα υμνήσεως είναι η ανάσταση του Χριστού και η νίκη κατά του θανάτου | ||
ανθίβολο | σχέδιο που κατασκευάζει ο αγιογράφος έχοντας υπόψη του παλαιά πρότυπα. Για τη χρυσοκεντητική τα ανθίβολα κατασκευάζονται με τη διάτρηση των γραμμών του σχεδίου, που αποτυπωνόταν κατόπιν πάνω στην επιφάνεια του υφάσματος με επάλειψη με κάρβουνο που διαπερνούσε τις πολύ μικρές οπές | ||
Ανθολογία ή Ανθολόγιον Στιχειαρείου (βλ. την έννοια του όρου στο λήμμα Στιχηράριον) | μουσικός κώδικας στον οποίο ανθολογούνται τα τροπάρια ιδιόμελα των μεγάλωνΣτιχηραρίου και κυριοτέρων εορτών | ||
Ανθολόγιον Μαθηματαρίου | μουσικός κώδικας του οποίου το περιεχόμενο ανθολογείται από το Μαθηματάριο και αφορά κυρίως στις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές και μνήμες μεγάλων εορταζομένων αγίων | ||
αντιμήνσιο | ύφασμα που χρησιμοποιείται ως φορητό θυσιαστήριο και αναπληρώνει την Αγία Τράπεζα (πρόθεση αντί + λατινικό mensa), για την τέλεση της θείας λειτουργίας σε μέρη όπου λείπει εντελώς η Αγία Τράπεζα (πλοίο, ύπαιθρος κλπ.) ή υπάρχει αλλά είναι ακαθιέρωτη (παρεκκλήσιο, ερημητήριο κλπ.) | ||
αντίνωτα | (επίρρ.) πλάτη με πλάτη | ||
Αποστολικά | οι εικόνες του Χριστού και των αποστόλων στο επιστύλιο του τέμπλου | ||
αργυρόνημα ή ασημόνημα | μετάξι ή νήμα τυλιγμένο με δύο κλώνους ασήμι, άλλοτε γνήσιο και άλλοτε κάλπικο | ||
αρκοσόλιο | καμαρωτός τάφος λαξευμένος μέσα σε βράχο στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ή κατασκευασμένος μέσα στον τοίχο εκκλησιών, κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο | ||
Ασματικόν | βυζαντινός κώδικας του ιβ'-ιγ' αιώνος, ο οποίος περιέχει τα ψαλλόμενα «από χορού» (από το χορό των ψαλτών) μέλη, σε αντίθεση από εκείνα που τότε τα έψαλλε ο «μονοφωνάρης» ψάλτης και τα οποία περιέχονται στον άλλο κώδικα, τον λεγόμενο Ψαλτικόν | ||
άσπρα κομνηνάτα | αργυρά νομίσματα των Μεγάλων Κομνηνών, δηλ. των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας | ||
άσπρο (asce) | η βασική νομισματική μονάδα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα μέσα του 15ου αιώνα ένα χρυσό νόμισμα αντιστοιχούσε σε 40 αργυρά άσπρα. Η συνεχής υποτίμησή του οδήγησε στην αντικατάστασή του από το γρόσι, στο τέλος του 17ου αιώνα | ||
βακούφι | ακίνητο αφιερωμένο σε θρησκευτικό ή κοινωφελές ίδρυμα | ||
βογιάρος | άρχοντας στη Βλαχία και στη Μολδαβία | ||
βοεβόδας | ηγέτης της Μολδαβίας ή της Βλαχίας (συνώνυμο με τη λέξη ηγεμόνας) | ||
βόρνικος | αξιωματούχος του Ντιβανιού της Βλαχίας και της Μολδαβίας, επιφορτισμένος με την επιτήρηση της ηγεμονικής Αυλής. Είχε επίσης εκτεταμένες δικαστικές αρμοδιότητες | ||
βουλγαρική ορθογραφία | τύπος ιστορικής ορθογραφίας της σλαβικής διαλέκτου που διαμορφώθηκε στο χώρο της βουλγαρικής γραμματείας κατά τον Μεσαίωνα. Χαρακτηριστικό της, η ανάμειξη των ένρινων και ημίφωνων φθόγγων της παλαιοσλαβικής | ||
γρόσι | ασημένιο νόμισμα αξίας 80 ως 120 άσπρων, ανάλογα με την εποχή | ||
Δέηση | εικονογραφική παράσταση συνήθως με τρεις μορφές του Χριστού (κέντρο), της Θεοτόκου (αριστερά) και του Προδρόμου (δεξιά) | ||
δεκάτη | βασικός φόρος τον οποίο όριζε ο ισλαμικός ιερός νόμος για όλα τα γεωργικά προϊόντα | ||
δεσπότης | ο υψηλότερος τίτλος, μετά τον αυτοκράτορα, δίδεται συνήθως σε γιούς του (αλλά και σε ξένους ηγεμόνες) | ||
δικαίος | ο αιρετός προϊστάμενος μιας Σκήτης | ||
δόξα | φωτεινός δίσκος, συνήθως ελλειψοειδής (μάντορλα), που περιβάλλει το Χριστό, ή σπανιότερα, τη Θεοτόκο, σε ορισμένες παραστάσεις | ||
Δοξαστάριον, και σπανιότερα Δοξαστικάριον | δηλαδή τα ιδιόμελα που ψάλλονται μετά από τον προψαλλόμενο στίχο της λεγόμενης μουσικός κώδικας, που προέκυψε από το Στιχηχάριο, περιέχει τα δοξαστικά ιδιόμελα «μικρής δοξολογίας» «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι» | ||
δίπτυχο | φορητή εικόνα που αποτελείται από δύο πινακίδες ή «φτερά» | ||
Δωδεκάορτο | απεικονίσεις των δώδεκα κύριων εορτών του έτους | ||
εγκόλπιο | διακριτικό περίαπτον που φέρει στο στήθος ο επίσκοπος | ||
ειλητάριο | χειρόγραφη μακρόστενη περγαμηνή, περιτυλιγμένη σε ξύλινη ή κοκκάλινη ράβδο, που επικρατεί κυρίως στη βυζαντινή εποχή αντί του κυλίνδρου, ο οποίος συνδέεται συνήθως με τον πάπυρο, αργότερα απαντά και ο όρος τυλιγάδι(ον), ενώ σχετικό είναι και το εκκλησιαστικό κοντάκιο (ν). | ||
Ειρμολόγιον | μουσικός κώδικας, παλαιός όσο και το Στιχηχάριο (10ος-11ος αιώνας), που περιέχει τους ειρμούς των εννέα ωδών, δηλαδή τα ποιητικά και μουσικά πρότυπα για μια σειρά τροπαρίων του στροφικού ποιητικού είδους του «Κανόνος», καταταγμένους κατ' ήχο. Ο «Κανών» είναι ένα έξοχο ποιητικό είδος της βυζαντινής υμνογραφίας. | ||
έπαρχος | τον 14ο αιώνα είναι απλός τιμητικός τίτλος | ||
επιγονάτιο | αρχικά ήταν μαλακό εγχείριο που κρεμόταν από τη ζώνη των κληρικών, αργότερα, το ύφασμά του τεντώθηκε με σκληρό ρομβοειδές χαρτόνι και χρυσοκεντήθηκε ή ζωγραφίστηκε. Ως τον 12ο αιώνα αποτελεί αποκλειστικό άμφιο του επισκόπου, αργότερα επεκτείνεται και στους άλλους αξιωματούχους κληρικούς | ||
επιμανίκια | μακριά μανικέτια που καλύπτουν το κάτω μέρος των μανικιών στο στιχάριο. Ως τον 12ο αιώνα αποτελούν αποκλειστικό επισκοπικό άμφιο, μετά την Αλωση επεκτάθηκε και στους διακόνους | ||
επιπεδόγλυφη τεχνική | τεχνική κατασκευής αναγλύφου, κατά την οποία στην ενιαία επιφάνεια του μαρμάρουχαράσσεται πρώτα το σχέδιο και στη συνέχεια αφαιρείται το βάθος, το οποίο συμπληρώνεται με έγχρωμη κηρομαστίχη. Η τεχνική αυτή είναι γνωστή με το διεθνή όρο champleve | ||
επιτάφιος | λειτουργικό άμφιο με την παράσταση του Επιταφίου Θρήνου που χρησιμοποιείται σήμερα στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής | ||
επιτραχήλιο | άμφιο του ιερέα. Αποτελείται από λουρίδα υφάσματος που περιβάλλει το λαιμό απ' όπου κατεβαίνει προς το στήθος σε διπλή σειρά ενωμένη με κωδωνίσκους ή κουμπιά | ||
επίθυρο | τοξωτό φράγμα στο επάνω τμήμα της Ωραίας Πύλης, της πύλης της πρόθεσης και του διακονικού | ||
επόπτης | κρατικός υπάλληλος που αναθεωρεί το κτηματολόγιο και καθορίζει το φόρο που οφείλει κάθε ιδιοκτήτης γης | ||
εφορεία, έφορος | επίβλεψη και προστασία μιας μονής, συνήθως από υψηλό αξιωματούχο | ||
Εωθινό (εδώ για Ευαγγέλιο) | Ευαγγέλιο που αναγιγνώσκεται κατά την ακολουθία του Ορθρου για τους εορταζόμενους αγίους | ||
ζακόρος | υπηρέτης του ναού, νεωκόρος | ||
ζαμπίτης | αστυνόμος | ||
ζητεία | έρανος υπέρ κάποιας μονής, διενεργούμενος από ομάδα δύο-τριών μοναχών | ||
θέσις της μελοποιίας | «Θέσις» στη μελοποιία είναι η συγκεκριμένη ένωση των σημαδίων της σημειογραφίας φωνητικών - άγωνων ή χειρονομικών - φθορικών - ηχηματικών ή μαρτυρικών, με τα οποία παρασημαίνεται ένα συγκεκριμένο και πάντοτε το ίδιο μέλος. Συμβολική γραφική παράσταση που υπαγορεύει τη δυναμική της μουσικής εκφράσεως | ||
ιδιόμελον | ο όρος χαρακτηρίζει τα θαυμάσια μονόστροφα τροπάρια της βυζαντινής υμνογραφίας και παράλληλα μελοποιίας, που έχουν «ίδιον» μέλος | ||
ιδιόρρυθμο | μοναστήρι στο οποίο κάθε μοναχός έχει δικό του διαμέρισμα, έχει περιουσία και φροντίζει ο ίδιος για την τροφή του | ||
Ιερά Επιστασία | τετραμελής εκτελεστική επιτροπή, που διορίζεται κατ' έτος από την Ιερά Κοινότητα | ||
Ιερά Κοινότης | όργανο διοικήσεως του Αγίου Ορους αποτελούμενο από το σύνολο των αντιπροσώπων των αγιορειτικών μονών | ||
Ιερά Σύναξις | η Ιερά Κοινότης | ||
καδής (kadi) | δικαστής που δικάζει με βάση τον ισλαμικό ιερό νόμο | ||
κανικλείου (ο επί του) | κρατικός αξιωματούχος που φυλάσσει το αυτοκρατορικό δοχείο με την πορφυρή μελάνη προσωπικός γραμματέας του αυτοκράτορα | ||
καζάς | διοικητική περιφέρεια, επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας | ||
κάθισμα | μονύδριο με παρεκκλήσιο, κατά κανόνα πλησίον μονής, όπου ασκούνται τις καθημερινές μέρες ένας ή δύο μοναχοί, εξαρτώμενοι άμεσα από το κεντρικό μοναστήρι | ||
Καθολικό | ο κεντρικός ναός τωνμοναστηριών | ||
Καλοφωνικόν Ειρμολόγιον | ο κώδικας αυτός περιλαμβάνει κάποιους ειρμούς ή τροπάρια Κανόνων, που είναι όμως μελισμένα με ελευθεριότερο ύφος και οπωσδήποτε επιτηδευμένο. Πρόκειται για ένα είδος μελοποιίας του ιζ' αιώνος | ||
Καλοφωνικόν Στιχηχάριον | βλ.Μαθηματάριον | ||
Καλύβα | μοναστικό οίκημα, η επιμέρους μονάδα της Σκήτης | ||
καμαράσης των αλατωρυχείων | αξιωματούχος υφιστάμενος του μεγάλου βεστιάρη στη Μολδαβία και στη Βλαχία | ||
κανόνες αντιστοιχίας («συμφωνίας») των ευαγγελιστών | κανόνες αντιστοιχίες («συμφωνίας») των ευαγγελιστών; δέκα πίνακες του Ευσεβίου, επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης (280-340), που δηλώνουν τις ομοιότητες ανάμεσα στα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών | ||
καντεμές (τουρκ.kademe) | βαθμίδα, σκαλοπάτι | ||
καταυχένια (lambrequins) | εραλδικά σχήματα με μορφή τυποποιημένων φύλλων, που περιβάλλουν θυρεό οικοσήμου ή ψευδοθυρεό | ||
κατεπάνω | επαρχιακός στρατιωτικός διοικητής επίλεκτων σωμάτων ιππικού και της επαρχίας όπου αυτά σταθμεύουν | ||
Κελί | μοναστικό οίκημα, κατοικούμενο από ημιανεξάρτητο μοναχό | ||
κεμέρια | τοξωτές επιστέψεις των δεσποτικών εικόνων | ||
κεταμπέδες | ορθογώνια τμήματα του ξύλινου τέμπλου επάνω και κάτω από τις δεσποτικές εικόνες. Ο κάτω κεταμπές λέγεται και πανωθωράκιο | ||
κεφαλικός φόρος (cizye ή harac) | φόρος που σύμφωνα με τον ισλαμικό ιερό νόμο πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι του οθωμανικού κράτους | ||
κιβώριο | η θολωτή οροφή που υψώνεται σαν ουρανός πάνω από την Αγία Τράπεζα και που στηρίζεται σε τέσσερις λεπτούς κίονες | ||
κλαδί | η χαμηλή αετωματική επίστεψη του τέμπλου στην κορυφή της οποίας υψώνεται ο Εσταυρωμένος | ||
κλειδί (θυρώματος) | το κεντρικό και συνεκτικό στοιχείο του τόξου στην κορύφωσή του | ||
Κλίμαξ Ιωάννου | ασκητικό κείμενο, πιθανότατα έργο του Ιωάννου Σχολαστικού του Σιναϊτου (525-600) | ||
Κοντακάριον ή Όικηματάριον | ο κώδικας αυτός παραδίδει μελισμένα τα κοντάκια, το κουκούθλιον ή προοίμιον και τον α' οίκο, συνηθέστερα όμως μόνο το προοίμιο, των ύμνων των εορτών, σε μορφή μελοποιίας όμοια με εκείνη των μαθημάτων (βλ΄. και Οικηματάριον) | ||
κοινόβιο | μονή της οποίας οι μοναχοί δεν έχουν τίποτε δικό τους, παίρνουν από το κοινό όλα τα αναγκαία, τρώγουν σε κοινή τράπεζα, εργάζονται για τη μονή και πειθαρχούν απόλυτα στις εντολές του ηγουμένου | ||
κοιτώνος (ο επί του) | παλατιανός αξιωματούχος που υπηρετεί την αυτοκρατορική κρεβατοκάμαρα | ||
κου(μ)πές (τουρκ. kubbe) | τρούλος | ||
κράλης, kral | τίτλος του Σέρβου βασιλιά | ||
Κρατηματάριον | μουσικός κώδικας που προήλθε από την Παπαδική κατά τον ιδ'-ιε' αιώνα. Περιέχει κατ' ήχον ανθολογημένα τα «κρατήματα», δηλαδή τα μελοποιήματα που αναπτύσσονται πάνω στις άσημες συλλαβές τεριρέμ, τενενά, τοοτο, τιτιτι κλπ. με σκοπό να «κρατήσουν», να παρατείνουν την ψαλμώδηση κατ' αρέσκειαν | ||
κριτής | δικαστής αλλά και φοροεισπράκτορας ενός θ έματος (επαρχίας) του βυζαντινού κράτους | ||
κυριλλική γραφή | η μεγαλογράμματη βυζαντινή γραφή, την οποία δανείστηκαν από τον 11ο αιώνα οι Σλάβοι και την προσάρμοσαν, συμπληρωμένη, στις απαιτήσεις της δικής τους γλωσσικής ιδιομορφίας. Η πρώτη σλαβική γραφή, την οποία επινόησε ο άγιος Κύριλλος, ονομάστηκε από την επιστήμη γκλαγκολική (glagolica) | ||
κώδικας | χειρόγραφο με τη μορφή σημερινού βιβλίου | ||
λογοθέτης | στη Βλαχία αξιωματούχος επιφορτισμένος με την επιτήρηση της ηγεμονικής καγκελαρίας και τη σύνταξη των χρυσοβούλλων. Κρατούσε το ηγεμονικό σιγίλλιο | ||
λυπηρά | μικρές εικόνες της Παναγίας και του Ιωάννη που πλαισιώνουν τον Εσταυρωμένο στην κορυφή του τέμπλου | ||
μάγιστρος | υψηλός τιμητικός τίτλος | ||
Μαθηματάριον | μουσικός κώδικας, από τον ιε' αιώνα και μετά, που περιέχει κυρίως στιχηρά ιδιόμελα, θεοτοκία και δεκαπεντασύλλαβα ποιήματα, επιλεκτικά για την κάθε εορτή, μελισμένα όμως κατά πλατύ και επιτηδευμένο - μελισματικό - τρόπο και εμπλουτισμένα απαραίτητα με ομόηχα κρατήματα, που επιβάλλονται μία, δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές κατά την ανάπτυξη του μέλους | ||
μάντορλα | βλ.δόξα | ||
μαφόριο | γυναικείο ένδυμα συριακής καταγωγής που καλύπτει το κεφάλι και τους ώμους | ||
Μεγάλη Μέση | η έδρα της Ιεράς Κοινότητος, οι Καρυές | ||
Μεγάλες Ωρες | μουσικός κώδικας που περιέχει τα στιχηρά ιδιόμελα των τεσσάρων Ωρών (Α', Γ', ΣΤ', Θ') των τριών μεγάλων δεσποτικών εορτών, δηλαδή Χριστουγέννων, Θεοφανείων και Παθών του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού | ||
μέγας δρουγγάριος | ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης | ||
μέγας πριμικήριος | υψηλός τιμητικός τίτλος | ||
μείγμα καθαγιασμού του αντιμηνσίου | προέρχεται από συγκερασμό αρωματικών ουσιών με ελαιόλαδο και άλλα ευώδη έλαια, που έχουν συμβολικό χαρακτήρα στη λατρευτική ζωή και χρησιμοποιούνται για την επάλειψη του θυσιαστηρίου κατά τον εγκαινισμό του. Αυτό αποσπογγίζεται ακολούθως με τα αντιμήνσια, τα οποία με αυτό τον τρόπο καθαγιάζονται | ||
μεσονυκτικό | ο εσωτερικός νάρθηκας του καθολικού από την ομώνυμη ακολουθία που τελείται σ' αυτόν | ||
μηνολόγιο | περιέχει διηγήσεις για τη ζωή και το μαρτύριο των αγίων της εκκλησίας με χρονική κατάταξη σύμφωνα με την ημέρα της μνήμης τους | ||
μίτρα | κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής του επισκόπου | ||
μόδιος | μέτρο χωρητικότητας και επιφανείας, του οποίου η αξία μπορεί να διαφέρει πάρα πολύ συνήθως ο μόδιος γης είναι περίπου 940 τετρ.μέτρα | ||
μοναχικός ανάλοβος | μακρόστενο μαύρο ύφασμα, που φέρει επάνω του, συνήθως κεντημένο, τον σταυρό και τα σύμβολα του πάθους, καθώς και μια σειρά θρησκευτικών συμπιλημάτων. Ως μοναχικό ένδυμα είναι το χαρακτηριστικό διάσημο των μεγαλοσχήμων, που το λαμβάνουν στην κουρά τους και το φορούν κάτω από το ράσο τους τις επίσημες λειτουργικές στιγμές | ||
μπάνος | το υψηλότερο αξίωμα στο Ντιβάνι της Βλαχίας. Ανώτατος διοικητής της Ολτενίας (Μικρής Βλαχίας) ή της Κραγιόβας, με εκτεταμένες δικαστικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες. Μικρότερης σημασίας αξίωμα στη Μολδαβία | ||
μπαρμπακάς | οχυρωμένος περίβολος, περιτείχισμα | ||
μπρατσόλια (ιταλ.bracciolo) | η πρόσοψη των πλαγίων όψεων και τα ερεισίχειρα - λαβές του δεσποτικού θρόνου | ||
ναχιγιέδες (nahiye) | διοικητική περιοχή κάτω από τη διοικητική και δικαστική εξουσία ενός καδή, τμήμα ενός καζά | ||
νόμισμα | χρυσό νόμισμα βάρους περίπου 4,55 γραμ. | ||
Ντιβάνι | Βουλή της Μολδαβίας ή της Βλαχίας | ||
Οικηματάριον | (βλ. και Κρατηματάριον) περιέχει μελισμένους τους οίκους των κοντακίων των εορτών του χρόνου, κατά μελισματικό τρόπο, με παρεμβολή κρατημάτων. «Κοντάκιον» είναι το πρωτοβυζαντινό (5ος-6ος αιώνας) στροφικό υμνογραφικό είδος. Στα Οικηματάρια συνήθως περιέχονται και οι 24 οίκοι του Ακαθίστου Υμνου, καθώς και μια ενότητα εκλεκτών κατ' ήχον κρατημάτων | ||
οικονόμος | εκκλησιαστικός αξιωματούχος που ασχολείται με τη διαχείριση της περιουσίας του ιδρύματος στο οποίο υπηρετεί | ||
Οκτάτευχος | χειρόγραφο, στο οποίο περιέχονται τα οκτώ πρώτα βιβλία της Π.Διαθήκης: Γένεσις, Εξοδος, Λευιτικόν, Αριθμοί, Δευτερονόμιον, Ιησούς του Ναυή, Κριταί, Ρουθ | ||
Παπαδική | ο βασικός μουσικός κώδικας, από τον ιδ' αιώνα και μετά, γνωριζόμενος και ως Ακολουθίαι Περιέχει το σταθερό και πάντοτε ψαλτό μέρος των ακολουθιών του εκκλησιαστικού νυχθημέρου, Εσπερινού - Ορθρου - Λειτουργίας, που κυρίωςαποτελείται από τους ψαλμούς, κατά πολλές από πολλούς μελουργούς και ποικίλες μελοποιήσεις | ||
πάροικος | εξαρτημένος χωρικός, που είναι αναγκασμένος να νοικιάζει ξένη γη για καλλιέργεια και που οφείλει, επιπλέον, αγγαρείες, προς τον ιδιοκτήτη της γης αυτής | ||
πασχάλια | πίνακες υπολογισμού του Πάσχα για ορισμένα χρόνια | ||
παχάρνικος | αξιωματούχος του Ντιβανιού της Βλαχίας και της Μολδαβίας,επιφορτισμένος αρχικά με τη δοκιμή του ποτού και με τον εφοδιασμό της κάβας του ηγεμόνα και αργότερα με τη διαχείριση των ηγεμονικών αμπελιών, την είσπραξη του φόρου επί του οίνου υπέρ του ηγεμόνα, την εκδίκαση υποθέσεων σχετικά με τα αμπέλια, κλπ. | ||
περγαμηνή (accartocciato) | καταυχένια ή διακοσμητική ταινία στον τύπο της περγαμηνής | ||
Πεντηκοστάριον | το τμήμα του Στιχηραρίου που περιέχει τα ιδιόμελα για την περίοδο από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων, όταν παραδίδεται ως ξεχωριστός κώδικας | ||
περίζωμα | τεμάχιος υφάσματος, που τυλίγεται γύρω από την οσφύ σαν μοναδικό ένδυμα των αναχωρητών | ||
ποδέα | πέπλο που τοποθετείται ακριβώς κάτω από την εικόνα σαν είδος ποδιάς. Φέρει συνήθως το εικονογραφικό θέμα της εικόνας | ||
ποταμοί | ταινιόσχημα επιθήματα επιρραμένα στις άκρες του ωμοφορίου, που φέρουν διακόσμηση ή επιγραφές | ||
πουγγί (kise) | τα μεγάλα ποσά υπολογιζόταν σε πουγγιά. Ενα πουγγί στο τέλος του 17ου αιώνα αντιστοι- χούσε σε 40.000 με 50.000 άσπρα | ||
πρισματική κοίλη γλυφή | είδος γλυπτικής το οποίο συνίσταται στη χάραξη των διακοσμητικών θεμάτων με οξείες αυλακώσεις, όπως γίνεται με το κόψιμο των κρυστάλλων | ||
Προθεωρία | της Παπαδικής, δηλαδή της Ψαλτικής Τέχνης, είναι το κοινό και τυποποιημένο, κείμενο για μια εισαγωγή στη σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής | ||
Προλογάριον | μουσικός κώδικας, σπάνια αυτοτελής, αλλά ως δεύτερο μέρος του Ειρμολογίου, όπου ανθολογούνται, κατ' ήχον, οι «πρόλογοι», δηλαδή τα τροπάρια - πρότυπα, που δεν είναι ειρμοί Κανόνων και χρησιμεύουν ως πρότυπα ψαλμωδήσεως για τα λεγόμενα «προσόμοια» τροπάρια, δηλαδή εκείνα που έχουν μέλος «όμοιον» προς τον «πρόλογο» | ||
πρόνοια | σύστημα χρηματοδότησης του στρατού και των κρατικών υπηρεσιών στο ύστερο Βυζάντιο πρόκειται για την παραχώρηση προς το προνοιάριο του δικαιώματος να εισπράττει απ' ευθείας από υπηκόους του κράτους, ό,τι αυτοί υποχρεώνονται κανονικά να πληρώνουν προς το κράτος | ||
προσόμοιον | ο όρος αποδόθηκε στα μονόστροφα υμνογραφήματα, τα οποία ψάλλονται με μέλος «όμοιον» προς κάποιον συγκεκριμένο «πρόλογο», ένα μετρικό και μελικό δηλαδή πρότυπο | ||
Προσκυνητάριο | οδηγός προσκυνητού με περιεχόμενο την περιήγηση των Αγίων Τόπων και κυρίως των χριστιανικών μνημείων | ||
πρόσταγμα | τύπος αυτοκρατορικού εγγράφου, που περιέχει μια διαταγή και υπογράφεται μόνο με τη χρονολογία γραμμένη από τον ίδιο τον αυτοκράτορα με κόκκινο μελάνι (μηνολόγημα) | ||
πρώτος | εκλεγμένος μοναχός που βρίσκεται επικεφαλής όλου του Αγίου Ορους, ασκεί δικαστική και διοικητική εξουσία στο εσωτερικό του και το εκπροσωπεί προς τα έξω | ||
Πύλη | το καταπέτασμα, που κλείνει το άνοιγμα, πάνω από τα χαμηλά βημόθυρα της Ωραίας Πύλης | ||
ράσκας | μορφή σερβικής ορθογραφίας, που αποτυπώνει τον αρχαιότερο τύπο απόδοσης της μεσαιωνικής σερβικής διαλέκτου, χαρακτηριστική για την περίοδο μεταξύ 13ου-14ου αιώνα. Ράσκα: μια από τις αρχαιότερες σερβικές πόλεις-κέντρα της σερβικής εξουσίας | ||
ρεσάβας | μορφή σερβικής ορθογραφίας του 14ου-15ου αιώνα, συνδεδεμένη με το έργο του Κωνσταντίνου Φιλοσόφου και επηρεασμένη από τις μεταρρυθμίσεις του Ευθυμίου Τυρνόβου | ||
σάκκος | κοντός «χιτώνας» με πλατιά μισομάνικα. Τα δύο τετράγωνα μέρη που τον αποτελούν είναι ραμμένα στους ώμους και συνδέονται στα πλάγια με κωδωνίσκους ή με κορδέλες. Είναι το κατ' εξοχήν αρχιεπισκοπικό άμφιο της ανατολικής Εκκλησίας. Η παλαιότερη μνεία του είναι του 12ου αιώνα | ||
σεϊμένης | όργανο της τάξεως στην υπηρεσία των αρχών του Αγίου Ορους | ||
σερβομολδαβική ορθογραφία | μεταγενέστερη (15ου αιώνα κ.έ.) μορφή σερβικής ορθογραφίας, η οποία εμπεριέχει στοιχεία βλαχομολδαβικά | ||
σηρικοί τροχοί | κόσμημα από συνεχόμενους κύκλους, που συνδέονται μεταξύ τους με κόμβους | ||
σιγίλλιο | έγγραφο εκκλησιαστικής αρχής. Πατριαρχική και συνοδική επιστολή. Σφραγίδα εκκλησιαστικής αρχής | ||
Σκήτη | σύνολο «καλυβών» (βλ. .), διοικούμενο από τον «δικαίο» | ||
σκουτέριος | στρατιωτικό αξίωμα | ||
σλαβόφιλοι | οπαδοί πολιτιστικού κινήματος (γύρω στα 1840), που αντετίθετο στον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας | ||
σταυρός τύπου Αναστάσεως | σταυρός με δύο οριζόντιες κεραίες, σαν αυτόν που κρατά ο Χριστός στις παραστάσεις της εις Αδου Καθόδου | ||
στάχωση | «δέσιμο» βιβλίου | ||
Στιχηράριον | ο αρχαιότερος μουσικός κώδικας (10ος-11ος αιώνας). Περιέχει τα τροπάρια «ιδιόμελα», που έχουν ίδιον μέλος το καθένα και που ψάλλονται μετά από προψαλλόμενο στίχο του Ψαλτηρίου. Το Στιχηράριο περιέχει στιχηρά ιδιόμελα για όλες τις εορτές του Μηνολογίου, από την 1η Σεπτεμβρίου ως την 31η Αυγούστου, καθώς και για τις περιόδους των κινητών εορτών, δηλαδή του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου | ||
Στουδίου | ξακουστή μονή της Κωνσταντινούπολης | ||
στρατηγός | στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής θέματος (επαρχίας) του βυζαντινού κράτους | ||
συνοδεία | ένας ή δύο ή τρεις μαθητευόμενοι μοναχοί («υποτακτικοί») που συγκατοικούν με κάποιον γέροντα μοναχό σε καλύβα Σκήτης | ||
σύρματα | συνδυασμοί κυματίων επί μαρμάρου | ||
ταβουλλάριος | συμβολαιογράφος | ||
ταμπλάς (τουρκ.tabla) | θωράκιο τέμπλου ή προσκυνηταρίου | ||
τζερεμές | 4 χρηματικό πρόστιμο | ||
τιμάριο | είδος φέουδου, παραχωρούμενο από τον σουλτάνο | ||
τιμαριούχοι | οι κάτοχοι ενός τιμαρίου (timar), περιοχής που έδινε εισόδημα από φόρους μέχρι 20.000 άσπρα το χρόνο.Τιμαριούχοι ήταν συνήθως οι σπαχήδες (sipahi), ιππείς του οθωμανικού στρατού. Τα τιμάρια ήταν ανακλητά. | ||
τιρτίρι | λεπτότατο ελικοειδές χρυσό ή αργυρό σύρμα που αποτελεί είδος λεπτού σωλήνα απ' όπου περνά το νήμα που το στερεώνει στην επιφάνεια του κεντήματος | ||
τομπρούκι | το «ξύλο» της φυλακής, ποδοκάκη | ||
Τράγος | το πρώτο τυπικό του Αγίου Ορους (972), γραμμένο σε δέρμα τράγου | ||
τυπικό |
α) βιβλίο που περιέχει της εκκλησιαστικές διατάξεις του έτους, β) εσωτερικός κανονισμός μονής | ||
Τριώδιον | το τμήμα του Στιχηραρίου που περιέχει τα ιδιόμελα της περιόδου από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, όταν παραδίδεται ως ξεχωριστός κώδικας, κυρίως μετά τον ιζ' αιώνα | ||
φελόνιο | άμφιο κωδωνοειδές, χωρίς μανίκια, που καλύπτει όλο το σώμα, με οπή στο επάνω μέρος για να περνάει το κεφάλι. Κατά το 12ο αιώνα αποτελούσε ιδιαίτερο ένδυμα του πατριάρχη Μετά τον 15ο αιώνα η χρήση του γενικεύεται στους επισκόπους | ||
φερμάνι (ferman) | σουλτανική διαταγή | ||
χαράτσι | φόρος καταβαλλόμενος από τους μη μουσουλμάνους | ||
χαρατσοχάρτια | αποδείξεις πληρωμής του κεφαλικού φόρου | ||
χαρτοφύλαξ | χαρτοφύλαξ εκκλησιαστικός αξιωματούχος της μητρόπολης με δικαιοδοσίες δικαστικές. | ||
χρυσόβουλλο | αυτοκρατορικό έγγραφο του Βυζαντίου, που ονομάζεται έτσι διότι φέρει τη χρυσή βούλλα (σφραγίδα) του βασιλιά. Συνήθως χρησιμοποιείται για την παραχώρηση προνομίων | ||
Ψαλτικόν | βυζαντινός κώδικας του ιβ'-ιγ' αιώνος, που περιείχε τα προκείμενα τα ψαλλόμενα πριν από την απαγγελία της αποστολικής περικοπής και τα παντοία άλλα προκείμενα, καθώς και την στιχολογία των μεγάλων Εσπερινών και ακόμη τα Αλληλουιάρια και τις Υπακοές της Οκτωήχου. Ηταν κυρίως βιβλίο των βυζαντινών «μονοφωνάρηδων» και των «καλοφωνάρηδων» ψαλτών | ||
ψευδοσαρκοφάγος | κτιστή λάρνακα που διαμορφώνεται κατά τις τρεις πλευρές μέσα σε αρκοσόλιο (βλ. λέξη) και φράζεται στην πρόσοψη από μαρμάρινη πλάκα, με ανάγλυφο διάκοσμο, η οποία δίνει την εντύπωση μιας μονόλιθης σαρκοφάγου, χωρίς βεβαίως να είναι τέτοια | ||
ωμοφόριο | αποτελεί το διακριτικό του επισκοπικού αξιώματος. Είναι μακριά εσάρπα που σταυρώνει στο στήθος και πέφτει η άκρη της στον αριστερό βραχίονα όπως ο αυτοκρατορικός «λώρος» απ' όπου προέρχεται. Εχει στον τράχηλο ένα κυκλικό ύφασμα τον «πόλο» και στη λοιπή επιφάνεια επιρραμμένους τέσσερις σταυρούς με παραστάσεις | ||
ahdname | το συμβόλαιο, συνθήκη | ||
Aydin | τουρκικό πειρατικό εμιράτο του 14ου αιώνα που είχε ως κύρια λιμάνια την Εφεσο και τη Σμύρνη | ||
ban (πλ. bani) | ρουμανικό νόμισμα. Μερικές ισοτιμίες (στον ΙΖ'-ΙΗ' αιώνα): 1/112-1/135 ενός ταλίρου, 1/120-1/133 ενός λεόν, 1/200 ενός ughi | ||
bostanci basi | αρχικηπουρός του Παλατιού του σουλτάνου, με ευρείες δικαιοδοσίες. Τα έσοδα από τους φόρους του Αγίου Ορους προορίζονταν για τη συντήρηση του Σώματος των Μποσταντζήδων (κηπουρών) του Παλατιού. Αξιωματικός του Σώματος διοριζόταν ως διοικητής του Αγίου Ορους | ||
logofetel | υφιστάμενος του λογοθέτου στο Ντιβάνι της Μολδαβίας και της Βλαχίας | ||
Menteshe | τουρκικό πειρατικό εμιράτο του 14ου αιώνα, που είχε ως κύριο λιμάνι τη Μίλητο | ||
mutassarif | διοικητής σαντζακίου, με διοικητικές και στρατιωτικές δικαιοδοσίες | ||
mutesellim | αντιπρόσωπος διοικητή σαντζακίου, που τον αντικαθιστούσε σε περίπτωση απουσίας του | ||
ruman | εξαρτημένος χωρικός της Βλαχίας | ||
stanjen (πλ. stanjeni) | μονάδα μετρήσεως επιφανειών στη Βλαχία και στη Μολδαβία, ίση με δύο τετραγωνικά μέτρα περίπου | ||
subasi | «αρχηγός στρατού». Τον 15ο αιώνα δήλωνε τον διοικητή σαντζακίου, αργότερα αξιωματικό των σπαχήδων και τέλος τον αρχηγό της αστυνομίας | ||
ughi | ουγγρικό χρυσό νόμισμα. Μερικές ισοτιμίες (κατά τον ΙΖ'-ΙΗ' αιώνα): 1,73 lei, 300 bani, 1,66 τάλιρα | ||
vakifname | αφιερωτήριο έγγραφο | ||
Reference address : https://elpenor.org/athos/gr/g21817.asp